λοφοποιός: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λοφοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] περικεφαλαίων, [[κατασκευαστής]] λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''λοφοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] περικεφαλαίων, [[κατασκευαστής]] λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λοφοποιός:''' ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A crest-maker, Ar.Pax 545.
Greek (Liddell-Scott)
λοφοποιός: ὁ, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων λόφους περικεφαλαιῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 645, 1209.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
fabricant de panaches.
Étymologie: λόφος, ποιέω.
Greek Monolingual
λοφοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκεύαζε λοφία για περικεφαλαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος «λοφίο» + -ποιός (< ποιώ)].
Greek Monotonic
λοφοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής περικεφαλαίων, κατασκευαστής λοφίων για περικεφαλαίες, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
λοφοποιός: ὁ мастер, изготовляющий султаны для шлемов Arph.