μάνδαλος: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
(24) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (AM [[μάνδαλος]])<br /><b>βλ.</b> [[μάνταλος]]. | |mltxt=ο (AM [[μάνδαλος]])<br /><b>βλ.</b> [[μάνταλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μάνδᾰλος:''' ὁ засов или болт (ср. [[μανδαλωτόν]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A = βάλανος 11.4, Zeno Med. ap. Erot.s.v. ἄμβην, Artem. 2.10:—hence μανδᾰλ-όω, Hsch. s.v. τυλαρώσας; μανδᾰλ-ωτός, ή, όν, with the bolt shot, -τόν· εἶδος φιλήματος, perh. kiss with the tongue protruded, Phot., cf. Telecl.13: hence, lascivious, μέλος . . κατεγλωττισμένον καὶ μ. Ar. Th.132.
German (Pape)
[Seite 91] ὁ, der Thürriegel, Artemid. 11, 10.
Greek (Liddell-Scott)
μάνδᾰλος: ὁ, ὡς καὶ νῦν, = βάλανος ΙΙ. 3, Ἀρτεμίδ. 2. 10· - ἐντεῦθεν μανδᾰλόω, Ἡσύχ. ἐν λέξει τυλαρώσας: - ἐντεῦθεν πάλιν μανδᾰλωτός, ή, όν, «μανδαλωμένος», ἠσφαλισμένος, φίλημα μ., φίλημα γινόμενον μὲ τὴν γλῶσσαν προέχουσαν, ἀκόλαστον φίλημα, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 132· ὅθεν: μέλος... κατεγλωττισμένον καὶ μανδαλ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτέρῳ· πρβλ. ἐπιμανδαλωτός.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
verrou.
Étymologie: DELG terme techn., sans étym.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
μάνδᾰλος: ὁ засов или болт (ср. μανδαλωτόν).