μελίθρεπτος: Difference between revisions
From LSJ
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελίθρεπτος:''' -ον ([[τρέφω]]), αναθρεμμένος με [[μέλι]], σε Ανθ. | |lsmtext='''μελίθρεπτος:''' -ον ([[τρέφω]]), αναθρεμμένος με [[μέλι]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίθρεπτος:''' вскормленный медом ([[χελιδών]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A honey-fed, AP9.122 (Evenus?).
German (Pape)
[Seite 123] mit Honig genährt, χελιδών, Even. 13 (IX, 122).
Greek (Liddell-Scott)
μελίθρεπτος: -ον, ὁ διὰ μέλιτος τρεφόμενος Ἀνθ. Π. 9. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nourri de miel.
Étymologie: μέλι, τρέφω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μελίθρεπτος, -ον)
αυτός που τρέφεται με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρεπτός (< θρέφω), πρβλ. μαμμό-θρεπτος].
Greek Monotonic
μελίθρεπτος: -ον (τρέφω), αναθρεμμένος με μέλι, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μελίθρεπτος: вскормленный медом (χελιδών Anth.).