μεταπορθμεύω: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(25)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταπορθμεύω]] (Α)<br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] διά θαλάσσης από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πορθμεύω]] «[[μεταφέρω]] διά θαλάσσης»].
|mltxt=[[μεταπορθμεύω]] (Α)<br />[[μεταφέρω]] [[κάτι]] διά θαλάσσης από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πορθμεύω]] «[[μεταφέρω]] διά θαλάσσης»].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταπορθμεύω:''' перевозить через море, переправлять Arst.
}}
}}

Revision as of 00:00, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 152] zur See nach einem andern Orte bringen, Arist. praef. plant.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπορθμεύω: μεταφέρω διὰ θαλάσσης εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος ἢ εἰς ἄλλο μέρος, Ἀριστ. π. Φυτ. ἐν τῷ προοιμ.

Greek Monolingual

μεταπορθμεύω (Α)
μεταφέρω κάτι διά θαλάσσης από έναν τόπο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + πορθμεύω «μεταφέρω διά θαλάσσης»].

Russian (Dvoretsky)

μεταπορθμεύω: перевозить через море, переправлять Arst.