μηροτυπής: Difference between revisions
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μηροτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ. | |lsmtext='''μηροτῠπής:''' -ές ([[τύπτω]]), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μηροτῠπής:''' колющий в бедро ([[κέντρον]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A striking the thigh, κέντρον AP9.274 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 178] ές, die Schenkel schlagend, stechend, κέντρον, Philp. 59 (IX, 274).
Greek (Liddell-Scott)
μηροτῠπής: -ές, ὁ τύπτων τὸν μηρόν, κέντρον Ἀνθ. Π. 9. 274.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui frappe la cuisse.
Étymologie: μηρός, τύπτω.
Greek Monolingual
μηροτυπής, -ές (Α)
αυτός που χτυπάει τους μηρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηρός + -τυπής (< τύπτω «χτυπώ» πρβλ. πλευρο-τυπής, χειρο-τυπής].
Greek Monotonic
μηροτῠπής: -ές (τύπτω), αυτός που χτυπά τον μηρό, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μηροτῠπής: колющий в бедро (κέντρον Anth.).