μονοστιβής: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονοστιβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που βαδίζει [[μόνος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μονοστιβής:''' -ές ([[στείβω]]), αυτός που βαδίζει [[μόνος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονοστῐβής:''' идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, [[εἴτε]] καὶ μ. Aesch.).
}}
}}

Revision as of 00:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοστῐβής Medium diacritics: μονοστιβής Low diacritics: μονοστιβής Capitals: ΜΟΝΟΣΤΙΒΗΣ
Transliteration A: monostibḗs Transliteration B: monostibēs Transliteration C: monostivis Beta Code: monostibh/s

English (LSJ)

ές, (στείβω)

   A walking alone, unattended, A.Ch. 768.

German (Pape)

[Seite 205] ές, allein gehend, einsam, εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μονοστιβῆ, Aesch. Ch. 757.

Greek (Liddell-Scott)

μονοστῐβής: -ές, (στείβω) ὁ βαδίζων μόνος ἄνευ ἀκολούθου ἢ θεράποντος, Αἰσχύλ. Χο. 768.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui marche peu, solitaire.
Étymologie: μόνος, στείβω.

Greek Monolingual

μονοστιβής, -ές (Α)
αυτός που βαδίζει μόνος, χωρίς ακόλουθο («ξὺν λοχίταις είτε καὶ μονοστιβῇ», Αισχύλ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -στιβής (< στῖβος, τὸ), πρβλ. θεο-στιβής].

Greek Monotonic

μονοστιβής: -ές (στείβω), αυτός που βαδίζει μόνος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

μονοστῐβής: идущий один (εἰ ξὺν λοχίταις, εἴτε καὶ μ. Aesch.).