μοιχίδιος: Difference between revisions
Ῥοπή ‘στιν ἡμῶν ὁ βίος, ὥσπερ ὁ ζυγός → Paulo momento, ut trutina, vita impellitur → Wie eine Waage hält das Leben Gleichgewicht
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μοιχίδιος:''' [ῐ], -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε μέσα στη [[μοιχεία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''μοιχίδιος:''' [ῐ], -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε μέσα στη [[μοιχεία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοιχίδιος:''' рожденный от прелюбодеяния, т. е. внебрачный Her., Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῐ], α, ον, = sq., Ael.NA12.16. II begotten in adultery, Hecat.369 J., Hdt. 1.137, Hyp.Fr.42, Ph.1.598, Luc.DDeor.22.1.
German (Pape)
[Seite 198] ehebrecherisch, Ael. N. A. 12, 16; aus einem Ehebruch entsprungen, Her. 1, 137 u. Sp., wie Luc. D. D. 22, 1; Hecat. u. Hyperid. bei Suid., der es erkl. ἐκ μοιχοῦ γεγεννημένος.
Greek (Liddell-Scott)
μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, = μπίχιος, Αἰλ. π. Ζ. 12. 16. ΙΙ. ὁ ἐν μοιχείᾳ γεννηθείς, Ἑκαταῖ. 370, Ἡρόδ. 1. 137, Ὑπερείδ. παρὰ Σουΐδ. εἰς Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 1.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 d’adultère;
2 né d’un adultère.
Étymologie: μοιχός.
Greek Monolingual
μοιχίδιος, -ία, -ον (Α)
μοιχικός, γεννημένος από μοιχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -ίδιος (πρβλ. κουρ-ίδιος)].
Greek Monotonic
μοιχίδιος: [ῐ], -α, -ον, αυτός που γεννήθηκε μέσα στη μοιχεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μοιχίδιος: рожденный от прелюбодеяния, т. е. внебрачный Her., Luc.