νεόκτονος: Difference between revisions
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόκτονος:''' -ον ([[κτείνω]]), πρόσφατα ή [[μόλις]] σκοτωμένος, σε Πίνδ. | |lsmtext='''νεόκτονος:''' -ον ([[κτείνω]]), πρόσφατα ή [[μόλις]] σκοτωμένος, σε Πίνδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόκτονος:''' только что убитый Pind. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (κτείνω)
A lately or just killed, Pi.N.8.30.
German (Pape)
[Seite 242] neuerdings, eben erst getödtet, Pind. N. 8, 30.
Greek (Liddell-Scott)
νεόκτονος: -ον, (κτείνω) ὁ πρὸ μικροῦ ἢ ἄρτι φονευθείς, Πινδ. Ν. 8. 51.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui vient d’être tué.
Étymologie: νέος, κτείνω.
English (Slater)
νεόκτονος
1 newly slain ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ (N. 8.30)
Greek Monolingual
νεόκτονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φονεύθηκε πριν από λίγο («τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῑ νεοκτόνῳ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κτονος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. χοιρό-κτονος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθητική σημ.].
Greek Monotonic
νεόκτονος: -ον (κτείνω), πρόσφατα ή μόλις σκοτωμένος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
νεόκτονος: только что убитый Pind.