νησίδιον: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νησίδιον:''' [σῐ], τό, υποκορ. του [[νῆσος]], μικρό [[νησί]], [[νησάκι]], σε Θουκ.
|lsmtext='''νησίδιον:''' [σῐ], τό, υποκορ. του [[νῆσος]], μικρό [[νησί]], [[νησάκι]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''νησίδιον:''' (ῐδ) τό островок Thuc., Plut.
}}
}}

Revision as of 00:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησίδιον Medium diacritics: νησίδιον Low diacritics: νησίδιον Capitals: ΝΗΣΙΔΙΟΝ
Transliteration A: nēsídion Transliteration B: nēsidion Transliteration C: nisidion Beta Code: nhsi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of νῆσος,

   A islet, Th.6.2, Arist.Mir.832a24, Str. 2.5.30.

Greek (Liddell-Scott)

νησίδιον: [σῐ], τό, ὑποκοριστ. τοῦ νῆσος, μικρὰ νῆσος, «νησάκι», Θουκ. 6. 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 26.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite île, îlot.
Étymologie: νησίς.

Greek Monotonic

νησίδιον: [σῐ], τό, υποκορ. του νῆσος, μικρό νησί, νησάκι, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

νησίδιον: (ῐδ) τό островок Thuc., Plut.