νημέρτεια: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νημέρτεια:''' ἡ, [[βεβαιότητα]], [[αλήθεια]]· Δωρ. νᾱμέρτεια, σε Σοφ. | |lsmtext='''νημέρτεια:''' ἡ, [[βεβαιότητα]], [[αλήθεια]]· Δωρ. νᾱμέρτεια, σε Σοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νημέρτεια:''' дор. [[ναμέρτεια|νᾱμέρτεια]] ἡ безошибочность, непреложность, истинность Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A truth; Dor. νᾱμέρτεια, used by S.Tr.173 in trim.
Greek (Liddell-Scott)
νημέρτεια: ἡ, βεβαιότης, ἀλήθεια, Δωρ. νᾱμέρτεια, ἐν χρήσει ὡσαύτως παρὰ Σοφ. ἐν Τρ. 173 ἐν τριμέτρῳ, πρβλ. νημερτής.
Greek Monolingual
νημέρτεια και δωρ. τ. ναμέρτεια, ἡ (Α) νημερτής
αλήθεια, βεβαιότητα, επαλήθευση.
Greek Monotonic
νημέρτεια: ἡ, βεβαιότητα, αλήθεια· Δωρ. νᾱμέρτεια, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
νημέρτεια: дор. νᾱμέρτεια ἡ безошибочность, непреложность, истинность Soph.