νιπτήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νιπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[νίζω]]), [[αγγείο]] στο οποίο πλένει [[κάποιος]] τα χέρια του, [[λεκάνη]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''νιπτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[νίζω]]), [[αγγείο]] στο οποίο πλένει [[κάποιος]] τα χέρια του, [[λεκάνη]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''νιπτήρ:''' ῆρος ὁ таз для омовения NT.
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νιπτήρ Medium diacritics: νιπτήρ Low diacritics: νιπτήρ Capitals: ΝΙΠΤΗΡ
Transliteration A: niptḗr Transliteration B: niptēr Transliteration C: niptir Beta Code: nipth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, (νίζω)

   A washing-vessel, basin, Ev.Jo.13.5.

Greek (Liddell-Scott)

νιπτήρ: ῆρος, ὁ, (νίζω) ἀγγείον ἐν ᾧ νίπτεταί τις, λεκάνη, Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιγ΄, 5.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
vase pour laver les pieds.
Étymologie: νίπτω.

English (Strong)

from νίπτω; a ewer: bason.

English (Thayer)

νιπτήρος, ὁ (νίπτω), a vessel for washing the hands and feet, a basin: John 13:5. (Ecclesiastical writings.)

Greek Monotonic

νιπτήρ: -ῆρος, ὁ (νίζω), αγγείο στο οποίο πλένει κάποιος τα χέρια του, λεκάνη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

νιπτήρ: ῆρος ὁ таз для омовения NT.