μοχθίζω: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(5)
(3)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοχθίζω:''' = [[μοχθέω]], [[υποφέρω]], <i>ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου</i>, υποφέρει από [[τσίμπημα]] νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μοχθίζω]] δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.
|lsmtext='''μοχθίζω:''' = [[μοχθέω]], [[υποφέρω]], <i>ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου</i>, υποφέρει από [[τσίμπημα]] νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· [[μοχθίζω]] δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.
}}
{{elru
|elrutext='''μοχθίζω:''' (только praes.)<br /><b class="num">1)</b> страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. [[ἐτώσια]] Theocr. напрасно мучиться;<br /><b class="num">2)</b> усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).
}}
}}

Revision as of 00:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοχθίζω Medium diacritics: μοχθίζω Low diacritics: μοχθίζω Capitals: ΜΟΧΘΙΖΩ
Transliteration A: mochthízō Transliteration B: mochthizō Transliteration C: mochthizo Beta Code: moxqi/zw

English (LSJ)

   A = μοχθέω, περὶ χρήμασι μ. toil for money, Pi.Fr.123.6; ἕλκεϊ μοχθίζοντα . . ὕδρου suffering from the wound... Il.2.723; δαίμονι δειλῷ μ. Thgn.164; φθειρσὶ μ. Archil.137; ἐτώσια μ. Theoc.1.38, 7.48; μόχθους μ. Mosch.4.44: abs., Orph.A. 1071.

German (Pape)

[Seite 212] = μοχθέω; ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ, an schlimmer Wunde leiden, Il. 2, 723; μοχθίζει περὶ χρήμασι, Pind. frg. 88, 2; δαίμονι δειλῷ, mit Unglück zu kämpfen haben, Theogn. 164; auch sp. D., wie Theocr., 38.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθίζω: μοχθέω, μ. περὶ χρήμασι Πινδ. Ἀποσπ. 88· ἕλκεϊ μοχθίζοντα κακῷ ὀλοόφρονος ὕδρου, ταλαιπωρούμενον ἐκ τοῦ δήγματος τοῦ ὀλεθρίου ὕδρου, Ἰλ. Β. 723· μ. δαίμονι φαύλῳ Θέογν. 164· φθειρσὶ μ. Ἀρχίλ. 125· ἐτώσια μ. Θεόκρ. 1. 38., 7. 48· μόχθους μ. Μόσχ. 4. 44.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
souffrir : τινί ou τι de qch.
Étymologie: μόχθος.

English (Autenrieth)

= μοχθέω, Il. 2.723†.

English (Slater)

μοχθίζω
   1 labour περὶ χρήμασι μοχθίζει βιαίως (sc. the ambitious man) fr. 123. 7.

Greek Monolingual

μοχθίζω (Α) μόχθος
υφίσταμαι μόχθους, κόπους, υποφέρω.

Greek Monotonic

μοχθίζω: = μοχθέω, υποφέρω, ἕλκει μοχθίζοντα ὕδρου, υποφέρει από τσίμπημα νερόφιδου, σε Ομήρ. Ιλ.· μοχθίζω δαίμονι φαύλῳ, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

μοχθίζω: (только praes.)
1) страдать, мучиться (ἕλκεϊ κακῷ Hom.): μ. ἐτώσια Theocr. напрасно мучиться;
2) усиленно трудиться, напряженно работать (περὶ χρήμασι Pind.).