Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νυκτίφαντος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νυκτίφαντος:''' -ον, αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''νυκτίφαντος:''' -ον, αυτός που εμφανίζεται τη [[νύχτα]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νυκτίφαντος:''' (ῐ) являющийся по ночам ([[πρόπολος]] Ἐνοδίας Eur.).
}}
}}

Revision as of 00:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐφαντος Medium diacritics: νυκτίφαντος Low diacritics: νυκτίφαντος Capitals: ΝΥΚΤΙΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: nyktíphantos Transliteration B: nyktiphantos Transliteration C: nyktifantos Beta Code: nukti/fantos

English (LSJ)

ον,

   A appearing by night, ὀνείρατα A.Pr.657 (cod. Med., cf. sq.) : generally, nightly, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας E.Hel.570.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίφαντος: -ον, ὁ κατὰ τὴν νύκτα ἐμφανιζόμενος, ἴδε νυκτίφοιτος˙ καθόλου, νυκτερινός, νυκτίφαντον πρόπολον Ἐνοδίας Εὐρ. Ἠλ. 570.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. νυκτιφανής.
Étymologie: νύξ, φαίνω.

Greek Monolingual

νυκτίφαντος, -ον (Α)
1. αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα («νυκτίφαντα φάσματα», Αισχύλ.)
2. νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + -φαντος (< φαίνω), πρβλ. ονειρό-φαντος].

Greek Monotonic

νυκτίφαντος: -ον, αυτός που εμφανίζεται τη νύχτα, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίφαντος: (ῐ) являющийся по ночам (πρόπολος Ἐνοδίας Eur.).