ξενοδώτης: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ξενοδώτης:''' -ου, ὁ, [[οικοδεσπότης]], [[ξενοδόχος]], [[ξενιστής]], επιθ. [[προσδιορισμός]] του Βάκχου, σε Ανθ.
|lsmtext='''ξενοδώτης:''' -ου, ὁ, [[οικοδεσπότης]], [[ξενοδόχος]], [[ξενιστής]], επιθ. [[προσδιορισμός]] του Βάκχου, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ξενοδώτης:''' гостеприимный (эпитет Диониса) Anth.
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοδώτης Medium diacritics: ξενοδώτης Low diacritics: ξενοδώτης Capitals: ΞΕΝΟΔΩΤΗΣ
Transliteration A: xenodṓtēs Transliteration B: xenodōtēs Transliteration C: ksenodotis Beta Code: cenodw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, dub. sens., epith. of Dionysus, AP9.524.15.

German (Pape)

[Seite 277] ὁ, Gastgeber, Wirth, so heißt Dionysus, Hymn. (IX, 524, 15).

Greek (Liddell-Scott)

ξενοδώτης: -ου, ὁ, ὁ ξενίαν παρέχων, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524, 15.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui procure des hôtes.
Étymologie: ξένος, δίδωμι.

Greek Monolingual

ξενοδώτης, ὁ (Α)
(για τον Διόνυσο) αυτός που παρέχει φιλοξενία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -δώτης (< δί-δωμι), πρβλ. ηπιο-δώτης, οινο-δώτης.

Greek Monotonic

ξενοδώτης: -ου, ὁ, οικοδεσπότης, ξενοδόχος, ξενιστής, επιθ. προσδιορισμός του Βάκχου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ξενοδώτης: гостеприимный (эпитет Диониса) Anth.