νώμησις: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(27) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νώμησις]], ἡ (Α) [[νωμώ]]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[κίνηση]]. | |mltxt=[[νώμησις]], ἡ (Α) [[νωμώ]]<br /><b>1.</b> [[παρατήρηση]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[κίνηση]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νώμησις:''' εως ἡ наблюдение, обдумывание ([[σκέψις]] καὶ ν. Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A observation, σκέψιν καὶ ν. Pl.Cra.411d. II motion, Suid.
German (Pape)
[Seite 273] ἡ, 1) Bewegung, Suid. erkl. κίνησις. – 2) die Beobachtung, das Wahrnehmen, δηλοῖ γονῆς σκέψιν καὶ νώμησιν, Plat. Crat. 411 d.
Greek (Liddell-Scott)
νώμησις: ἡ, (νωμάω) παρατήρησις, σκέψις καὶ ν. Πλάτ. Κρατ. 411D· ἴδε νωμάω ἐν τέλ. ΙΙ. κίνησις, ἴδε νωμάω ΙΙ. 2.
Greek Monolingual
νώμησις, ἡ (Α) νωμώ
1. παρατήρηση
2. (κατά το λεξ. Σούδα) κίνηση.
Russian (Dvoretsky)
νώμησις: εως ἡ наблюдение, обдумывание (σκέψις καὶ ν. Plat.).