ὄθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄθριξ:''' γεν. <i>ὄτρῐχος</i>, ποιητ. αντί <i>ὁμό-[[θριξ]]</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει όμοιες [[τρίχες]], μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὄθριξ:''' γεν. <i>ὄτρῐχος</i>, ποιητ. αντί <i>ὁμό-[[θριξ]]</i>, <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, αυτός που έχει όμοιες [[τρίχες]], μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄθριξ:''' [[ὄτριχος|ὄτρῐχος]] adj. с одинаковой шерстью, одинаковой масти ([[ὄτριχες]] ἵπποι Hom.).
}}
}}

Revision as of 00:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄθριξ Medium diacritics: ὄθριξ Low diacritics: όθριξ Capitals: ΟΘΡΙΞ
Transliteration A: óthrix Transliteration B: othrix Transliteration C: othriks Beta Code: o)/qric

English (LSJ)

gen. ὄτρῐχος, poet. for ὁμόθριξ, ὁ, ἡ,

   A with like hair, ἵπποι Il. 2.765, prob. l. for ὁμότριχας, Sophr.52.

German (Pape)

[Seite 296] ὄτριχος, p. = ὁμόθριξ, mit gleichem Haare, Il. 2, 765, ὄτριχες ἵπποι.

Greek (Liddell-Scott)

ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. ἀντὶ ὁμόθριξ, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ὁμοίας τρίχας, Ἰλ. Β. 765.

French (Bailly abrégé)

ὄτριχος (ὁ, ἡ)
à chevelure ou crinière semblable.
Étymologie: préf. ὀ-, θρίξ.

Greek Monotonic

ὄθριξ: γεν. ὄτρῐχος, ποιητ. αντί ὁμό-θριξ, , , αυτός που έχει όμοιες τρίχες, μαλλιά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὄθριξ: ὄτρῐχος adj. с одинаковой шерстью, одинаковой масти (ὄτριχες ἵπποι Hom.).