νυκτηγορέω: Difference between revisions
From LSJ
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''νυκτηγορέω:''' ([[ἀγορά]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[προσκαλώ]] κατά τη [[νύχτα]], σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτηγορέω:''' <b class="num">1)</b> проводить собрание ночью: τί [[χρῆμα]] νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;<br /><b class="num">2)</b> обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:44, 1 January 2019
English (LSJ)
A debate or plan by night, E.Rh.89 :—in Pass., A.Th. 29.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτηγορέω: ἀγγέλλω ἢ προσκαλῶ διὰ νυκτός, Εὐρ. Ρῆσ. 89· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Αἰσχύλ. Θήβ. 29.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tenir une assemblée de nuit ; Pass. être délibéré ou discuté de nuit.
Étymologie: νύξ, ἀγορά.
Greek Monotonic
νυκτηγορέω: (ἀγορά), μέλ. -ήσω, προσκαλώ κατά τη νύχτα, σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
νυκτηγορέω: 1) проводить собрание ночью: τί χρῆμα νυκτηγοροῦσι; Eur. зачем собрались они в ночную пору?;
2) обсуждать на ночном совещании: μεγίστην προσβολὴν νυκτηγορεῖσθαι Aesch. принять ночью решение о решительном штурме (Фив).