ὀθόνινος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(28)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀθόνινος]], -ίνη, -ον) [[οθόνη]]<br />κατασκευασμένος από [[λεπτό]] λινό ύφασμα, [[πάνινος]], [[λινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀθόνινον [[πρόσωπον]]»<br />(στον Πλατ.) [[προσωπείο]], [[προσωπίδα]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀθόνινος]], -ίνη, -ον) [[οθόνη]]<br />κατασκευασμένος από [[λεπτό]] λινό ύφασμα, [[πάνινος]], [[λινός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ὀθόνινον [[πρόσωπον]]»<br />(στον Πλατ.) [[προσωπείο]], [[προσωπίδα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀθόνῐνος:''' полотняный Luc.
}}
}}

Revision as of 00:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀθόνῐνος Medium diacritics: ὀθόνινος Low diacritics: οθόνινος Capitals: ΟΘΟΝΙΝΟΣ
Transliteration A: othóninos Transliteration B: othoninos Transliteration C: othoninos Beta Code: o)qo/ninos

English (LSJ)

η, ον,

   A of fine linen, Luc.Alex.12, 15 ; πρόσωπον Pl.Com.142.

German (Pape)

[Seite 296] von Leinwand, Luc. Alex. 12, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὀθόνῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ λεπτοῦ λινοῦ ὑφάσματος, πρβλ. πρόσωπον ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de linge fin.
Étymologie: ὀθόνη.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὀθόνινος, -ίνη, -ον) οθόνη
κατασκευασμένος από λεπτό λινό ύφασμα, πάνινος, λινός
αρχ.
φρ. «ὀθόνινον πρόσωπον»
(στον Πλατ.) προσωπείο, προσωπίδα.

Russian (Dvoretsky)

ὀθόνῐνος: полотняный Luc.