ὁλομερής: Difference between revisions
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(28) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ὁλομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει όλα τα μέρη του, [[πλήρης]], [[ακέραιος]], [[άρτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολομερώς]] (Α ὁλομερῶς)<br />καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>μερής</i>]. | |mltxt=-ές (Α [[ὁλομερής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει όλα τα μέρη του, [[πλήρης]], [[ακέραιος]], [[άρτιος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[ολομερώς]] (Α ὁλομερῶς)<br />καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ομοιο</i>-<i>μερής</i>]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁλομερής:''' со всеми частями, цельный, целый, неповрежденный Diod. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A in entire parts, in large or whole pieces, κρέα D.S.5.28, Dsc.5.75. Adv. -ρῶς Arist. ap. D.L.5.28.
German (Pape)
[Seite 326] ές, zu ganzen Theilen, in ganzen, großen Stücken, D. Sic. – Adv. ὁλομερῶς, Arist. bei D. L. 5, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλομερής: -ές, ὁ συνιστάμενος ἐξ ἀκεραίων ἢ ἐκ μεγάλων μερῶν, Διόδ. 5. 28· ― Ἐπίρρ. -ρῶς, Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 28. Ἐντεῦθεν ὁλομέρεια, ἡ, Τζέτζ. Ἐξήγ. Ἰλ. σ. 89, 14.
Greek Monolingual
-ές (Α ὁλομερής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που έχει όλα τα μέρη του, πλήρης, ακέραιος, άρτιος
αρχ.
αυτός που συνίσταται από ακέραια ή μεγάλα μέρη.
επίρρ...
ολομερώς (Α ὁλομερῶς)
καθ' ολοκληρίαν, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ομοιο-μερής].
Russian (Dvoretsky)
ὁλομερής: со всеми частями, цельный, целый, неповрежденный Diod.