ὀκλάξ: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
(28)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀκλάξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[οκλαδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε –<i>ξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γνυ</i>-<i>ξ</i>, <i>λα</i>-<i>ξ</i>)].
|mltxt=[[ὀκλάξ]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> [[οκλαδόν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀκλάζω]] «[[κάθομαι]] με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά [[προς]] τα επιρρ. σε –<i>ξ</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γνυ</i>-<i>ξ</i>, <i>λα</i>-<i>ξ</i>)].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀκλάξ:''' adv. Luc. = [[ὀκλαδιστί]].
}}
}}

Revision as of 01:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκλάξ Medium diacritics: ὀκλάξ Low diacritics: οκλάξ Capitals: ΟΚΛΑΞ
Transliteration A: okláx Transliteration B: oklax Transliteration C: oklaks Beta Code: o)kla/c

English (LSJ)

Adv.,

   A = ὀκλαδόν, Hp.Haem.4 ; ὀ. καθῆσθαι squat down, Pherecr.75, cf. A.R.3.1308, Arat.517 (f.l. for ὀκλάς), Sor.1.61, Gal. UP3.15, Luc.Lex.11.

German (Pape)

[Seite 315] = ὀκλαδόν; παρακαθήμενος, Luc. Lex. 11; auch ὀκλάς, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκλάξ: Ἐπίρρ., = ὀκλαδόν, Ἱππ. 893Β· ὀκλὰξ καθῆσθαι, ὀκλάζω, κάθημαι μὲ κεκαμμένα τὰ σκέλη, Φερεκράτ. ἐν «Κοριαννοῖ» 10, πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1308, Ἄρατ. 517, Λουκ. Λεξιφ. 11.

French (Bailly abrégé)

adv.
c. ὀκλαδιστί.
Étymologie: DELG ὀ-, κλάω².

Greek Monolingual

ὀκλάξ (Α)
επίρρ. οκλαδόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀκλάζω «κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη», αναλογικά προς τα επιρρ. σε –ξ (πρβλ. γνυ-ξ, λα-ξ)].

Russian (Dvoretsky)

ὀκλάξ: adv. Luc. = ὀκλαδιστί.