ὀροδαμνίς: Difference between revisions

From LSJ

Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso

Menander, Monostichoi, 308
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀροδαμνίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του επόμ., [[βλασταράκι]], [[κλαδάκι]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''ὀροδαμνίς:''' -[[ίδος]], ἡ, υποκορ. του επόμ., [[βλασταράκι]], [[κλαδάκι]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀροδαμνίς:''' ίδος ἡ веточка, сучок Theocr.
}}
}}

Revision as of 01:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀροδαμνίς Medium diacritics: ὀροδαμνίς Low diacritics: οροδαμνίς Capitals: ΟΡΟΔΑΜΝΙΣ
Transliteration A: orodamnís Transliteration B: orodamnis Transliteration C: orodamnis Beta Code: o)rodamni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, Dim. of ὀρόδαμνος,

   A sprig, spray, Theoc.7.138.

German (Pape)

[Seite 385] ίδος, ἡ, dim. von ὀρόδαμνος, Theocr. 7, 138.

Greek (Liddell-Scott)

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ὀρόδαμνος, κλαδίσκος, κλωνάριον, Θεόκρ. 7. 138.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
dim. de ὀρόδαμνος.

Greek Monolingual

ὀροδαμνίς, ἡ (Α) ορόδαμνος
μικρός κλάδος, κλαδάκι, κλωνάρι.

Greek Monotonic

ὀροδαμνίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του επόμ., βλασταράκι, κλαδάκι, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὀροδαμνίς: ίδος ἡ веточка, сучок Theocr.