ὀστώδης: Difference between revisions
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀστώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεώδης]], σε Ξεν. | |lsmtext='''ὀστώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεώδης]], σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀστώδης:''' костистый ([[κεφαλή]] Xen.; τὰ σκέλη Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like bone, bony, X.Eq.1.8, 5.6, Arist.HA500b23, al., Thphr.HP3.18.5; ὀ. μέρη PMed.in Arch.Pap.4.271 (iii A. D.), cf. Porph.Gaur.17.7: Comp. -έστερος Arist.PA654a30.
German (Pape)
[Seite 401] ες, knochenartig, knochig, Arist. bei Ath. VII, 310; Xen. Equ. 1, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, ἐκ τῆς φύσεως τοῦ ὀστοῦ, πλήρης ὀστῶν, Ξεν. Ἱππ. 1, 8., 5, 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 28, κ. ἀλλ.· Συγκρ. -έστερος, αὐτόθι 3. 7, 11.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
osseux.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀστώδης, -ῶδες)
βλ. οστεώδης.
Greek Monotonic
ὀστώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με οστό, οστεώδης, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀστώδης: костистый (κεφαλή Xen.; τὰ σκέλη Arst.).