οὖλον: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οὖλον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>οὖλα</i>, <i>τά</i>, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
|lsmtext='''οὖλον:''' τό, [[κυρίως]] στον πληθ. <i>οὖλα</i>, <i>τά</i>, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''οὖλον:''' τό (преимущ. pl.) десна Aesch., Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 01:12, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὖλον Medium diacritics: οὖλον Low diacritics: ούλον Capitals: ΟΥΛΟΝ
Transliteration A: oûlon Transliteration B: oulon Transliteration C: oylon Beta Code: ou)=lon

English (LSJ)

τό, mostly in pl., οὖλα, τά,

   A the gums, A.Ch.898, Hp.Epid. 7.113, Aph.3.25, Morb.2.11, Pl.Phdr.251c, Nic.Th.306, etc.: sg., Arist.HA493a1, D.L.7.176.

German (Pape)

[Seite 413] τό, das Zahnfleisch, gew. im plur., οὔλοισιν ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα, Aesch. Ch. 885; τὰ οὖλα, Plat. Phaedr. 251 c; oft bei Medic.; sing. bei D. L. 7, 176.

Greek (Liddell-Scott)

οὖλον: τό, τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθυντ. οὖλα, τά, «γούλια», ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων σάρξ, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Αἰσχύλ. Χο. 898, Πλάτ. Φαῖδρ. 251C ἑνικ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 12, Διογ. Λ. 7. 176. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως πρῆσμα τῶν οὔλων, οἴδημα, Ἱππ. 464. 28, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
gencive.
Étymologie: DELG étym. obscure.

Greek Monotonic

οὖλον: τό, κυρίως στον πληθ. οὖλα, τά, τα ούλα, τα τμήματα της στοματικής κοιλότητας που περιβάλλουν τα δόντια, σε Αισχύλ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

οὖλον: τό (преимущ. pl.) десна Aesch., Plat., Arst.