ὁρμιηβόλος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὁρμῐηβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ. | |lsmtext='''ὁρμῐηβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁρμῑηβόλος:''' ὁ Anth. = [[ὁρμιατόνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:15, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A throwing a line, AP6.196 (Stat. Flacc.), 7.693 (Apollonid.). [ῐ possible in the former, certain in the latter.]
German (Pape)
[Seite 382] die Angelschnur werfend, der Angler; Apollnds. 26 (VII, 693); Flacc. 4 (VI, 196).
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμῑηβόλος: -ον, ὁ ῥίπτων ὁρμιάν, Ἀνθ. Π. 6. 196., 7. 693.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui jette sa ligne, pêcheur à la ligne.
Étymologie: ὁρμιά, βάλλω.
Greek Monolingual
ὁρμιηβόλος, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που ρίχνει στη θάλασσα την ορμιά, δηλ. ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμιά + -βόλος (< βάλλω)].
Greek Monotonic
ὁρμῐηβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που ψαρεύει ρίχνοντας πετονιές, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ὁρμῑηβόλος: ὁ Anth. = ὁρμιατόνος.