πανδυσία: Difference between revisions
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
(5) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πανδῠσία:''' ἡ ([[δύω]]), ολοκληρωτική [[δύση]] ενός αστεριού, σε Ανθ. | |lsmtext='''πανδῠσία:''' ἡ ([[δύω]]), ολοκληρωτική [[δύση]] ενός αστεριού, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πανδῠσία:''' ἡ полное захождение, закат (Ὠρίωνος Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A total setting of a star, AP7.273 (Leon.), 395 (Marc. Arg.), 502 (Nicaen.).
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, gänzlicher Untergang, von Sternen, die nicht mehr Abends zu sehen sind, also vom Spätuntergange; στυγερὴ Ὠρίωνος, M. Arg. 33 u. Leon. Tar. 90 (VII, 395. 273); ἐρίφων, Nicaenet. 5 (VII, 502).
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνδυσία: ἡ, ἡ παντελὴς δύσις ἀστέρος τινός, Ἀνθ. Π. 7. 273, πρβλ. 395.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
disparition totale ou coucher d’un astre.
Étymologie: πᾶν, δυτός.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πανδυσίη, ή, Α
(για αστέρα) η παντελής δύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -δυσία (< -δύτης < δύω)].
Greek Monotonic
πανδῠσία: ἡ (δύω), ολοκληρωτική δύση ενός αστεριού, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
πανδῠσία: ἡ полное захождение, закат (Ὠρίωνος Anth.).