παρακλέπτω: Difference between revisions

From LSJ

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρακλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κλέβω]] με πλάγια μέσα, [[υποκλέπτω]] με τρόπο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''παρακλέπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[κλέβω]] με πλάγια μέσα, [[υποκλέπτω]] με τρόπο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακλέπτω:''' мимоходом красть, тайком похищать Arph., Isae., Luc., Plut.
}}
}}

Revision as of 01:32, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακλέπτω Medium diacritics: παρακλέπτω Low diacritics: παρακλέπτω Capitals: ΠΑΡΑΚΛΕΠΤΩ
Transliteration A: parakléptō Transliteration B: parakleptō Transliteration C: paraklepto Beta Code: parakle/ptw

English (LSJ)

   A filch, Ar.Pax414, Luc.Jud.Voc.4 ; τὰ παρακλεπτόμενα Is.11.44.    II deceive, Nonn.D.37.354.

German (Pape)

[Seite 483] (s. κλέπτω), nebenbei, von der Seite, im Vorbeigehen wegstehlen, wegnehmen; τοῦτ' ἄρα πάλαι τῶν ἡμερῶν παρεκλεπτέτην, Ar. Pax 406; τὰ παρακλεπτόμενα, Isae. 11, 44; Sp., wie Ael. V. H. 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρακλέπτω: κλέπτω ἐκ τοῦ πλαγίου, ὑποκλέπτω ἐπιτηδείως, Ἀριστοφ. Εἰρ. 414, Λουκ. Δίκη Φων. 4· τὰ παρακλεπτόμενα Ἰσαῖ. 88. 33.

French (Bailly abrégé)

prendre à la dérobée, en passant.
Étymologie: παρά, κλέπτω.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. κλέβω, αρπάζω στα κρυφά, υποκλέπτω, ξαφρίζω
2. απατώ, εξαπατώ.

Greek Monotonic

παρακλέπτω: μέλ. -ψω, κλέβω με πλάγια μέσα, υποκλέπτω με τρόπο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

παρακλέπτω: мимоходом красть, тайком похищать Arph., Isae., Luc., Plut.