παράκουσμα: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράκουσμα:''' -ατος, τό, ψεύτικη [[ιστορία]], σε Στράβ.
|lsmtext='''παράκουσμα:''' -ατος, τό, ψεύτικη [[ιστορία]], σε Στράβ.
}}
{{elru
|elrutext='''παράκουσμα:''' ατος τό услышанное краем уха, вскользь (мимоходом) подслушанное: παρακουσμάτων τινῶν ἔμμεστοι τῶν κατὰ φιλοσοφίαν Plat. нахватавшиеся понаслышке философских знаний.
}}
}}

Revision as of 01:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκουσμα Medium diacritics: παράκουσμα Low diacritics: παράκουσμα Capitals: ΠΑΡΑΚΟΥΣΜΑ
Transliteration A: parákousma Transliteration B: parakousma Transliteration C: parakousma Beta Code: para/kousma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A thing heard amiss, false notion, Pl.Ep.338d (pl.), etc.; false story or report, Str.7.5.9 (pl.); ἐκ παρακούσματος or παρακουσμάτων D.H.9.22, J.Ap.1.8 ; equivocation, Περιπατητικῶν π. Jul.Caes.330c.    II in pl., defects of hearing, Gal. 7.108.

German (Pape)

[Seite 485] τό, das Verhörte, falsch Gehörte, falsch Verstandene, Sp., vgl. D. Hal. 9, 22, οὔτ' ἀληθὲς ὄν, οὔτε πιθανόν, ἐκ παρακούσματος δέ τινος πεπλασμένον ὑπὸ τοῦ πλήθους. – Bei Plat. Ep. VII, 338 d 340 b scheint es das nebenbei Gehörte oder geradezu das Gehörte zu sein, wie bei Iulian. Caes. 26, 6 περιπατητικῶν παρακουσμάτων γέμων die Lehrsätze der Peripatetiker bedeutet.

Greek (Liddell-Scott)

παράκουσμα: τό, πρᾶγμα κακῶς ἀκουσθέν, ἐσφαλμένη ἀντίληψις, σφάλμα, Πλάτ. Ἐπιστ. 338D, 340Β, κτλ.· ψευδὴς διήγησις, Στράβ. 317· ἐκ παρακούσματος, κατὰ παρανόησιν, Διον. Ἁλ. 9. 22. Ἰώσηπ. κατὰ Ἀπίωνος 1. 8· μάλιστα ἐπὶ φιλοσοφικῶν δοξασιῶν, γέμων περιπατητικῶν παρακρουσμάτων Ἰουλιαν. 330C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
chose mal entendue ou mal comprise.
Étymologie: παρακούω.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΑ παρακούω
λαθεμένη ακουστική αντίληψη, εσφαλμένο άκουσμα
αρχ.
1. ψεύτικη διήγηση
2. (για φιλοσ. δοξασίες) αμφίβολος λόγος
3. στον πληθ. τὰ παρακούσματα
οι παρανοήσεις που οφείλονται σε ελαττωματική ακοή.

Greek Monotonic

παράκουσμα: -ατος, τό, ψεύτικη ιστορία, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

παράκουσμα: ατος τό услышанное краем уха, вскользь (мимоходом) подслушанное: παρακουσμάτων τινῶν ἔμμεστοι τῶν κατὰ φιλοσοφίαν Plat. нахватавшиеся понаслышке философских знаний.