παραπαιδαγωγέω: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(5) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παραπαιδᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] να εκπαιδευθεί [[κάποιος]] ή να ασκηθεί· διαπλάθω, [[μορφοποιώ]] βαθμιαία, σε Λουκ. | |lsmtext='''παραπαιδᾰγωγέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[βοηθώ]] να εκπαιδευθεί [[κάποιος]] ή να ασκηθεί· διαπλάθω, [[μορφοποιώ]] βαθμιαία, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραπαιδᾰγωγέω:''' <b class="num">1)</b> содействовать воспитанию, помогать устраивать (τὴν πολιτείαν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перевоспитывать (π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
A help to train or form, Plu.2.321b. II improve, reform gradually, π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.Nigr.12.
German (Pape)
[Seite 492] anders erziehen, gew. etwas Schlimmes, Verdorbenes allmälig abändern und verbessern, auch abmahnen, καὶ μεθαρμόττειν καὶ πρὸς τὸ καθαρὸν τῆς διαίτης μεθιστάναι, Luc. Nigr. 13; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παραπαιδᾰγωγέω: βοηθῶ εἰς παιδαγώγησιν ἢ μόρφωσιν, Πλούτ. 2. 321B· ἐπιτεταμ., π. μὴ ἁμαρτάνειν Κλήμ. Ἀλ. 290. ΙΙ. βαθμηδὸν μεταβάλλω ὅ,τι κακόν, μεθαρμόττουσι καὶ παραπαιδαγωγοῦσι Λουκ. Νιγρῖν. 12
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aider à élever, à former;
2 améliorer peu à peu par l’éducation.
Étymologie: παρά, παιδαγωγέω.
Greek Monotonic
παραπαιδᾰγωγέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ να εκπαιδευθεί κάποιος ή να ασκηθεί· διαπλάθω, μορφοποιώ βαθμιαία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
παραπαιδᾰγωγέω: 1) содействовать воспитанию, помогать устраивать (τὴν πολιτείαν Plut.);
2) перевоспитывать (π. καὶ μεθαρμόττειν Luc.).