παρομαρτέω: Difference between revisions

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συντροφεύω]], σε Πλούτ., Λουκ.
|lsmtext='''παρομαρτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συντροφεύω]], σε Πλούτ., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''παρομαρτέω:''' сопровождать, провожать ([[ἑκατέρωθεν]] Plut.): ἡ [[γοητεία]] προηγεῖται καὶ [[ἀναισχυντία]] παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.
}}
}}

Revision as of 01:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρομαρτέω Medium diacritics: παρομαρτέω Low diacritics: παρομαρτέω Capitals: ΠΑΡΟΜΑΡΤΕΩ
Transliteration A: paromartéō Transliteration B: paromarteō Transliteration C: paromarteo Beta Code: paromarte/w

English (LSJ)

   A accompany, Plu.Ant.26, Aret.SA2.2, Jul.Caes.312c, etc.; πρεσβύτῃ χαλεπὰ π. Junc. ap. Stob.4.50.85; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία π. Luc. Tim.55, cf. Im.9, Porph.Abst.2.49, CPHerm. 6.15 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 526] begleiten, von den VLL. παρακολουθέω erkl.; Plut. Anton. 26 u. öfter; ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἡ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ, Luc. Tim. 55.

Greek (Liddell-Scott)

παρομαρτέω: συνοδεύω, παρακολουθῶ, Πλουτ. Ἀντών. 26, κτλ.· ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρ. Λουκ. Τίμ. 55, πρβλ. Εἰκόνας 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
accompagner, escorter, τινι.
Étymologie: παρά, ὁμαρτέω.

Greek Monotonic

παρομαρτέω: μέλ. -ήσω, συντροφεύω, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

παρομαρτέω: сопровождать, провожать (ἑκατέρωθεν Plut.): ἡ γοητεία προηγεῖται καὶ ἀναισχυντία παρομαρτεῖ Luc. (у лжеца) обман идет впереди, а бесстыдство (его) сопровождает.