πάρφασις: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(5) |
(3b) |
||
Line 16: | Line 16: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάρφᾰσις:''' -[[φασία]], ποιητ. αντί [[παράφασις]], <i>-[[φασία]]</i>. | |lsmtext='''πάρφᾰσις:''' -[[φασία]], ποιητ. αντί [[παράφασις]], <i>-[[φασία]]</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάρφᾰσις:''' εως ἡ эп. = * [[παράφασις]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
German (Pape)
[Seite 529] ἡ, ep. statt παράφασις, Il. 14, 217.
French (Bailly abrégé)
poét. c. παράφασις.
English (Autenrieth)
(παράφημι): persuasion, allurement, Il. 14.317†.
English (Slater)
πάρφᾰσις
1 misrepresentation ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι, αἱμύλων μύθων ὁμόφοιτος δολοφραδής, κακοποιὸν ὄνειδος (N. 8.32)
Greek Monolingual
-άσεως, ή, Α
(ποιητ. τ.) βλ. παράφασις (Ι).
Greek Monotonic
πάρφᾰσις: -φασία, ποιητ. αντί παράφασις, -φασία.
Russian (Dvoretsky)
πάρφᾰσις: εως ἡ эп. = * παράφασις.