παχύθριξ: Difference between revisions

From LSJ

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
(31)
(3b)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χοντρές [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]], -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-[[θριξ]]].
|mltxt=-τριχος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει χοντρές [[τρίχες]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει πυκνό [[τρίχωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παχυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[θριξ]], -<i>τριχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρίξ]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλλί</i>-[[θριξ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰχύθριξ:''' τρῐχος adj. густошерстный, покрытый густым мехом (τὰ ζῷα Arst.).
}}
}}

Revision as of 01:48, 1 January 2019

German (Pape)

[Seite 539] τριχος, dickhaarig, Arist. gen. anim. 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύθριξ: ὁ, ἡ, πυκνόθριξ, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 3, 10, ἐν τῷ συγκρ. παχυτριχώτερος.

Greek Monolingual

-τριχος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει χοντρές τρίχες
2. αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -θριξ, -τριχος (< θρίξ), πρβλ. καλλί-θριξ].

Russian (Dvoretsky)

πᾰχύθριξ: τρῐχος adj. густошерстный, покрытый густым мехом (τὰ ζῷα Arst.).