πάμμεγας: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πάμμεγᾰς:''' -άλη, -α, [[πολύ]] [[μεγάλος]], [[πελώριος]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''πάμμεγᾰς:''' -άλη, -α, [[πολύ]] [[μεγάλος]], [[πελώριος]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''πάμμεγας:''' παμμεγάλη, πάμμεγα весьма большой, огромный: δοκεῖ [[τοῦτο]] πάμμεγα εἶναι Plat. это, кажется, чрезвычайно важно.
}}
}}

Revision as of 01:52, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμμεγᾰς Medium diacritics: πάμμεγας Low diacritics: πάμμεγας Capitals: ΠΑΜΜΕΓΑΣ
Transliteration A: pámmegas Transliteration B: pammegas Transliteration C: pammegas Beta Code: pa/mmegas

English (LSJ)

άλη, α,

   A very great, immense, Pl.Phdr.273a, Ti.26e, etc.: Sup. παμμέγιστος Ael.VH10.2.

German (Pape)

[Seite 453] -μεγάλη, -μεγα, sehr groß; δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι, Plat. Phaedr. 273 a; Tim. 26 e; Sp., wie Luc Icarom. 15. Dazu unregelmäßiger superl. παμμέγιστος, Ael. V. H. 10, 2 u. a. Sp., vgl. Lob. Phryn. 516.

Greek (Liddell-Scott)

πάμμεγᾰς: άλη, α, παραπολὺ μέγας, πελώριος, ὑπερμεγέθης, Πλάτ. Φαῖδρ. 273Α, Τίμ. 26Ε, κλ.· - ὑπερθ. παμμέγιστος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 10. 2, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 516.

Greek Monolingual

πάμμεγας, -άλη, -α (Α)
ο πάρα πολύ μεγάλος, υπερμεγέθης, πελώριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μέγας.

Greek Monotonic

πάμμεγᾰς: -άλη, -α, πολύ μεγάλος, πελώριος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πάμμεγας: παμμεγάλη, πάμμεγα весьма большой, огромный: δοκεῖ τοῦτο πάμμεγα εἶναι Plat. это, кажется, чрезвычайно важно.