περιγλαγής: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(nl) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk. | |elnltext=περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιγλᾰγής:''' полный молока (πέλλαι Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ές, (γλάγος)
A full of milk, Il.16.642.
German (Pape)
[Seite 571] ές, voll Milch, Il. 16, 642, πέλλαι.
Greek (Liddell-Scott)
περιγλᾰγής: -ές, (γλάγος) πλήρης γάλακτος, περιγλαγέας κατὰ πέλλας Ἰλ. Π. 642.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
plein de lait.
Étymologie: περί, γλάγος.
English (Autenrieth)
ές (γλάγος): filled with milk, Il. 16.642†.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
γεμάτος γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -γλαγής (< γλάγος «γάλα»), πρβλ. ευ-γλαγής].
Greek Monotonic
περιγλᾰγής: -ές (γλάγος), αυτός που είναι γεμάτος γάλα, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιγλαγής -ές [περί, γλάγος] vol melk.
Russian (Dvoretsky)
περιγλᾰγής: полный молока (πέλλαι Hom.).