πεζογράφος: Difference between revisions

From LSJ

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
(31)
(3b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[συγγραφέας]] πεζών και [[ιδίως]] λογοτεχνικών έργων, σε [[αντιδιαστολή]] με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />ο [[συγγραφέας]] πεζών και [[ιδίως]] λογοτεχνικών έργων, σε [[αντιδιαστολή]] με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πεζός]] <span style="color: red;">+</span> -[[γράφος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πεζογράφος:''' (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L.
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζογράφος Medium diacritics: πεζογράφος Low diacritics: πεζογράφος Capitals: ΠΕΖΟΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: pezográphos Transliteration B: pezographos Transliteration C: pezografos Beta Code: pezogra/fos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ,

   A prose-writer, D.L.4.15, Sch.E.Hec.795, al.

German (Pape)

[Seite 542] Prosa schreibend, Schol. Pind. P. 1, 181.

Greek (Liddell-Scott)

πεζογράφος: [ᾰ], ὁ, ὁ πεζὸς συγγραφεύς, Διογ. Λ. 4. 15· ― πεζογραφέω, γράφω ἐν πεζῷ λόγῳ, αὐτόθι· ― πεζογραφία, ἡ, ὁ πεζὸς λόγος, Εὐστ. 1753. 29.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
ο συγγραφέας πεζών και ιδίως λογοτεχνικών έργων, σε αντιδιαστολή με τον συγγραφέα έμμετρων έργων, τον ποιητή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -γράφος].

Russian (Dvoretsky)

πεζογράφος: (ᾰ) ὁ пишущий прозой, прозаик Diog. L.