πελίωμα: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(nl)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πελίωμα -ατος, τό [πελιόομαι] bleekheid.
|elnltext=πελίωμα -ατος, τό [πελιόομαι] bleekheid.
}}
{{elru
|elrutext='''πελίωμα:''' ατος τό синее пятно, синий кровоподтек ([[οἴδημα]] καὶ πελιώματα Arst.).
}}
}}

Revision as of 02:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελίωμα Medium diacritics: πελίωμα Low diacritics: πελίωμα Capitals: ΠΕΛΙΩΜΑ
Transliteration A: pelíōma Transliteration B: peliōma Transliteration C: pelioma Beta Code: peli/wma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = πελίδνωμα, Hp. Coac. 394, Acut.(Sp.)2, Arist. Pr.891a1, Thphr. HP9.20.3, Crito ap. Gal.12.448, BGU928.13, al. (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 551] τό, = πελίδνωμα, Hippocr. u. Arist. probl. 9, 14; nach Greg. Cor. ὴ μέλαινα τοῦ σώματος ἐπιφάνεια, ὴνίκα ἂν δι' ὑποδρομ ὴν αἵματος μελαίνηται; nach B. A. 293 τὰ ἴχνη τῶν πληγῶν.

Greek (Liddell-Scott)

πελίωμα: τό, = πελίδνωμα, Ἱππ. 181. ἐν τέλ., 396. 31, Ἀριστ. Προβλ. 9. 14.

Greek Monolingual

τὸ, Α πελιούμαι
πελίδνωμα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πελίωμα -ατος, τό [πελιόομαι] bleekheid.

Russian (Dvoretsky)

πελίωμα: ατος τό синее пятно, синий кровоподтек (οἴδημα καὶ πελιώματα Arst.).