πλασματώδης: Difference between revisions
From LSJ
(32) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ῶδες, Α [[πλάσμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> [[πλαστός]], [[μυθώδης]], [[ψεύτικος]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]] («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.). | |mltxt=-ῶδες, Α [[πλάσμα]], -<i>ατος</i>]<br /><b>1.</b> [[πλαστός]], [[μυθώδης]], [[ψεύτικος]]<br /><b>2.</b> [[προσποιητός]], [[υποκριτικός]] («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλασμᾰτώδης:''' вымышленный, выдуманный, воображаемый Arst., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A fictitious, Arist.GA764b10, Resp.472b12, Porph. Gaur.2.2; λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον Arist. Metaph.1082b3; τὸ δραματικὸν καὶ π. Plu.Rom.8.
German (Pape)
[Seite 625] ες, erdichtet, fabelhaft, einer Erdichtung ähnlich; Arist. gen. an. 4, 1; Plut. Rom. 8; verstellt, Aristaen. 1, 18.
Greek (Liddell-Scott)
πλασμᾰτώδης: -ες, πλαστός, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 1, 12, π. Ἀναπν. 5. 2· λέγω δὲ πλασματῶδες τὸ πρὸς ὑπόθεσιν βεβιασμένον ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 24.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
feint, fictif, imaginaire.
Étymologie: πλάσμα, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πλάσμα, -ατος]
1. πλαστός, μυθώδης, ψεύτικος
2. προσποιητός, υποκριτικός («πλασματώδεις ὑποφθεγγόμενος ἐπικλίσεις», Αρισταίν.).
Russian (Dvoretsky)
πλασμᾰτώδης: вымышленный, выдуманный, воображаемый Arst., Plut.