πλαταγή: Difference between revisions

From LSJ

αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.

Source
(6)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλᾰτᾰγή:''' ἡ ([[πλατάσσω]]), [[κρότος]], [[θόρυβος]], σε Αριστ.
|lsmtext='''πλᾰτᾰγή:''' ἡ ([[πλατάσσω]]), [[κρότος]], [[θόρυβος]], σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰτᾰγή:''' ἡ трещотка Arst., Diod., Anth.
}}
}}

Revision as of 02:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰτᾰγή Medium diacritics: πλαταγή Low diacritics: πλαταγή Capitals: ΠΛΑΤΑΓΗ
Transliteration A: platagḗ Transliteration B: platagē Transliteration C: platagi Beta Code: platagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A rattle, Hellanic.104 (a J., Pherecyd. 72 J. ; ἡ Ἁρχύτου π. Arist.Pol.1340b26 ; π. χαλκείη, πυξινέη, A.R.2.1055, AP6.309 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 626] ἡ, das Klatschen, jedes Geräusch, das durch das Zusammenschlagen zweier breiter Körper entsteht, bes. die Klapper, Arist. pol. 8, 6, D. Sic. 4, 13, χαλκῆ, mit der Herakles die stymphalischen Vögel verscheuchte, Schol. Ap. Rh. 2, 1057; vgl. Leon. Tar. 33 (VII, 309).

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτᾰγή: ἡ, (πλατάσσω) κρότος, θόρυβος, Ἑλλάνικ. 61, Φερεκύδ. 32, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2 (ἔνθα ἴδε Göttling), πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 309.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
cliquette, sorte de castagnette.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
ήχος, κρότος που παράγεται από τη σύγκρουση δύο πλατιών σωμάτων, πάταγος
αρχ.
είδος αθύρματος το οποίο παράγει χαρακτηριστικό κρότο όταν το χτυπάει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. πλαταγῶ].

Greek Monotonic

πλᾰτᾰγή: ἡ (πλατάσσω), κρότος, θόρυβος, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτᾰγή: ἡ трещотка Arst., Diod., Anth.