πολύκλυστος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύκλυστος:''' -ον ([[κλύζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κατακλύζεται από [[πολλά]] κύματα, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πολύκλυστος:''' -ον ([[κλύζω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[θυελλώδης]], σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., αυτός που κατακλύζεται από [[πολλά]] κύματα, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύκλυστος:''' <b class="num">1)</b> сильно волнующийся, бурный ([[πόντος]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> омываемый многими волнами, т. е. окруженный бушующим морем ([[Κύπρος]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 02:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκλυστος Medium diacritics: πολύκλυστος Low diacritics: πολύκλυστος Capitals: ΠΟΛΥΚΛΥΣΤΟΣ
Transliteration A: polýklystos Transliteration B: polyklystos Transliteration C: polyklystos Beta Code: polu/klustos

English (LSJ)

ον,

   A much-dashing, stormy, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Od.4.354, 6.204, Hes.Th.189, cf. Pancrat.Oxy. 1085.13.    II Pass., washed by many a wave, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Hes.Th.199; φάραγγες Ὄσσης A.R.1.597.

German (Pape)

[Seite 664] viel aus-, bespülend, stark wogend; πόντος, Od. 4, 354. 6, 204. 19, 277; Hes. Th. 189. 199. – Pass., von den Wellen viel, stark bespült, Ap. Rh. 1, 595, φάραγγες Ὄσσης.

Greek (Liddell-Scott)

πολύκλυστος: -ον, πολυκύμαντος, τρικυμιώδης, πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ Ὀδ. Δ. 354, Ζ. 204, Ἡσ. Θ. 189. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑπὸ πολλῶν κυμάτων κατακλυζόμενος, πλυνόμενος, πολυκλύστῳ ἐνὶ Κύπρῳ Ἡσ. Θ. 199.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux vagues fortement agitées.
Étymologie: πολύς, κλύζω.

English (Autenrieth)

(κλύζω): much or loudly surging. (Od.)

Greek Monolingual

-ον, Α
(επικ. τ.)
1. αυτός που κατακλύζει πολύ, που περιβρέχει πολύ, τρικυμιώδηςνῆσος ἔπειτά τις ἔστι πολυκλύστῳ ἐνὶ πόντῳ», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που κατακλύζεται πολύ, που περιβρέχεται πολύ από τα κύματα («πολυκλύστῳ ἐνί Κύπρῳ», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κλυστος (< κλύζω «περιβρέχω, κατακλύζω»), πρβλ. θαλασσό-κλυστος].

Greek Monotonic

πολύκλυστος: -ον (κλύζω),·
I. θυελλώδης, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
II. Παθ., αυτός που κατακλύζεται από πολλά κύματα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύκλυστος: 1) сильно волнующийся, бурный (πόντος Hom.);
2) омываемый многими волнами, т. е. окруженный бушующим морем (Κύπρος Hes.).