ποιόν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
(33)
 
(3b)
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών στοιχείων που συνθέτουν τον χαρακτήρα ενός υποκειμένου ή ενός αντικειμένου, το εσωτερικό [[γνώρισμα]] ή η ιδιαίτερη [[φύση]] του («το [[ποιόν]] του ήχου»)<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> το διακριτικό [[γνώρισμα]] τών όντων το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις μας<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[βαθμός]] ηθικότητας που χαρακτηρίζει ένα [[άτομο]], το ηθικό του επίπεδο («υπάρχουν αμφιβολίες για το [[ποιόν]] [[αυτού]] του ανθρώπου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της αόριστης αντωνυμίας [[ποιός]], -<i>ά</i>, -<i>όν</i>].
|mltxt=το, ΝΑ<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών στοιχείων που συνθέτουν τον χαρακτήρα ενός υποκειμένου ή ενός αντικειμένου, το εσωτερικό [[γνώρισμα]] ή η ιδιαίτερη [[φύση]] του («το [[ποιόν]] του ήχου»)<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> το διακριτικό [[γνώρισμα]] τών όντων το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις μας<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[βαθμός]] ηθικότητας που χαρακτηρίζει ένα [[άτομο]], το ηθικό του επίπεδο («υπάρχουν αμφιβολίες για το [[ποιόν]] [[αυτού]] του ανθρώπου»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της αόριστης αντωνυμίας [[ποιός]], -<i>ά</i>, -<i>όν</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ποιόν:''' τό Arst. = [[ποιότης]].
}}
}}

Latest revision as of 02:32, 1 January 2019

Greek Monolingual

το, ΝΑ
1. το σύνολο τών στοιχείων που συνθέτουν τον χαρακτήρα ενός υποκειμένου ή ενός αντικειμένου, το εσωτερικό γνώρισμα ή η ιδιαίτερη φύση του («το ποιόν του ήχου»)
2. (λογ.) το διακριτικό γνώρισμα τών όντων το οποίο υποπίπτει στις αισθήσεις μας
νεοελλ.
ο βαθμός ηθικότητας που χαρακτηρίζει ένα άτομο, το ηθικό του επίπεδο («υπάρχουν αμφιβολίες για το ποιόν αυτού του ανθρώπου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της αόριστης αντωνυμίας ποιός, -ά, -όν].

Russian (Dvoretsky)

ποιόν: τό Arst. = ποιότης.