ποτιπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα οἰκία ὁπλιτῶν νένακτο → every house had been crammed with soldiers

Source
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποτιπίπτω:''' Δωρ. αντί προσ-[[πίπτω]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ποτιπίπτω:''' Δωρ. αντί προσ-[[πίπτω]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτῐπίπτω:''' дор. Aesch. = [[προσπίπτω]].
}}
}}

Revision as of 02:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποτιπίπτω Medium diacritics: ποτιπίπτω Low diacritics: ποτιπίπτω Capitals: ΠΟΤΙΠΙΠΤΩ
Transliteration A: potipíptō Transliteration B: potipiptō Transliteration C: potipipto Beta Code: potipi/ptw

English (LSJ)

   A = προσπ-, A.Th.94 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ποτιπίπτω: Δωρ. ἀντὶ προσπ-, Αἰσχύλ. Θήβ. 95.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + πίπτω.

Greek Monotonic

ποτιπίπτω: Δωρ. αντί προσ-πίπτω, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ποτῐπίπτω: дор. Aesch. = προσπίπτω.