πολύοψος: Difference between revisions
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολύοψος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολυτελής]], σε Λουκ. | |lsmtext='''πολύοψος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[άφθονος]] σε ψάρια, σε Στράβ.<br /><b class="num">2.</b> [[πολυτελής]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολύοψος:''' обильный кушаньями ([[δεῖπνον]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A abounding in fish, λίμνη Str.12.3.38. 2 luxurious, δεῖπνον Luc.Gall. 11.
German (Pape)
[Seite 668] reich an Zubrot, lecker, δεῖπνον, Luc. Gall. 11 u. a. Sp. – Auch = viel ὄψα essend.
Greek (Liddell-Scott)
πολύοψος: -ον, ὁ ἔχων ἀφθονίαν ὀψαρίων, λίμνη Στράβ. 560. 2) ἔχων ἀφθονίαν ἐδεσμάτων, πολυτελής, δεῖπνον Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui abonde en mets délicats.
Étymologie: πολύς, ὄψον.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που περιέχει πολλά βραστά φαγητά («πολύοψόν τι καὶ ποικίλον δεῑπνον», Λουκιαν.)
2. (για λίμνη) αυτή που έχει πολλά ψάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -οψος (< ὄψον «ψάρι, πολυτελές έδεσμα»), πρβλ. εύ-οψος].
Greek Monotonic
πολύοψος: -ον, 1. άφθονος σε ψάρια, σε Στράβ.
2. πολυτελής, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πολύοψος: обильный кушаньями (δεῖπνον Luc.).