προλάζυμαι: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προλάζῠμαι:''' αποθ., [[λαμβάνω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, <i>τινος</i>, [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''προλάζῠμαι:''' αποθ., [[λαμβάνω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, <i>τινος</i>, [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προλάζῠμαι:''' (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:51, 1 January 2019
English (LSJ)
A receive beforehand or by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion1027.
German (Pape)
[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.
Greek (Liddell-Scott)
προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
prendre ou saisir d’avance.
Étymologie: πρό, λάζυμαι.
Greek Monolingual
Α
(ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαι («προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω»].
Greek Monotonic
προλάζῠμαι: αποθ., λαμβάνω από πριν ή εκ των προτέρων, τινος, μέρος από κάποιο πράγμα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
προλάζῠμαι: (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).