προκήδομαι: Difference between revisions
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-κήδομαι zorg dragen voor, met gen. | |elnltext=προ-κήδομαι zorg dragen voor, met gen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προκήδομαι:''' заботиться (τινος Aesch., Soph., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:52, 1 January 2019
English (LSJ)
A take care of, take thought for, τινος A.Pr.629, S.Ant. 741, Tr.966 (lyr.); in later Prose, ἑαυτοῦ prob. in Phld.Rh.2.157 S., cf.J.AJ13.16.6.
German (Pape)
[Seite 730] (s. κήδομαι), versorgen, Fürsorge tragen, τινός, für Einen, μή μου προκήδου μᾶσσον ὡς ἐμοὶ γλυκύ, Aesch. Prom. 629; φίλου, Soph. Trach. 962; Ant. 747, sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
προκήδομαι: ἀποθ., φροντίζω περί τινος, σκέπτομαι περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Πρ. 629, Σοφ. Ἀντ. 741, Τρ. 966.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
prendre soin de, gén..
Étymologie: πρό, κήδομαι.
Greek Monolingual
Α
φροντίζω, προνοώ για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κήδομαι «φροντίζω, νοιάζομαι»].
Greek Monotonic
προκήδομαι: αποθ., μόνο σε ενεστ., φροντίζω για κάποιον, σκέφτομαι, μεριμνώ για κάποιον, τινος, σε Αισχύλ., Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-κήδομαι zorg dragen voor, met gen.
Russian (Dvoretsky)
προκήδομαι: заботиться (τινος Aesch., Soph., Plut.).