προσδέησις: Difference between revisions

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source
(34)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[προσδέω]] (II)]<br />[[ανάγκη]], [[έλλειψη]] κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῡτα γίνεται», Επίκ.).
|mltxt=-ήσεως, ἡ, Α [[προσδέω]] (II)]<br />[[ανάγκη]], [[έλλειψη]] κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῡτα γίνεται», Επίκ.).
}}
{{elru
|elrutext='''προσδέησις:''' εως ἡ надобность, потребность, нужда Diog. L.
}}
}}

Revision as of 02:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδέησις Medium diacritics: προσδέησις Low diacritics: προσδέησις Capitals: ΠΡΟΣΔΕΗΣΙΣ
Transliteration A: prosdéēsis Transliteration B: prosdeēsis Transliteration C: prosdeisis Beta Code: prosde/hsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A want, need, τῶν πλησίον Epicur.Ep.1p.28U.

German (Pape)

[Seite 755] ἡ, Bedürfniß, Bedürftigkeit, Epicur. bei Diog. L. 10, 77.

Greek (Liddell-Scott)

προσδέησις: ἡ, τὸ προσδεῖσθαι, τινὸς Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 77.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α προσδέω (II)]
ανάγκη, έλλειψη κάποιου («ἀσθενείᾳ καὶ φόβῳ καὶ προσδεήσει τῶν πλησίων ταῡτα γίνεται», Επίκ.).

Russian (Dvoretsky)

προσδέησις: εως ἡ надобность, потребность, нужда Diog. L.