προσκαίω: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσκαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]]· [[ρίχνω]] στη [[φωτιά]] ή [[καίω]] [[επιπλέον]] — Παθ., <i>σκεύηπροσκεκαυμένα</i>, που κάηκαν στη [[φωτιά]], «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. <i>προσκαίεσθαί τινι</i>, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν. | |lsmtext='''προσκαίω:''' Αττ. -κάω, μέλ. -[[καύσω]]· [[ρίχνω]] στη [[φωτιά]] ή [[καίω]] [[επιπλέον]] — Παθ., <i>σκεύηπροσκεκαυμένα</i>, που κάηκαν στη [[φωτιά]], «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. <i>προσκαίεσθαί τινι</i>, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσκαίω:''' атт. [[προσκάω]]<br /><b class="num">1)</b> обжигать (τὴν χύτραν Arph.);<br /><b class="num">2)</b> пережаривать, давать пригореть (τὰ ἑψόμενα Arst.; [[τοὖψον]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> воспламенять, жечь: προσκοίεσθαί τινι Xen. гореть любовью к кому-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Att. προσκάω: aor.
A προσέκαυσα Ar.V.828:—set on fire or burn besides, l.c.; [τὰ ἑψόμενα] Arist.GA767a20; τὴν δᾷδα Thphr. HP9.3.4; ὄψον προσκέκαυκε Alex.124.3:—Pass., σκεύη προσκεκαυμένα pots burnt at the fire, Ar.V.939 (nisi leg. -κεκλημένα), cf. Arist.Mete. 381a27: metaph., to be in love with . ., ἰσχυρῶς προσεκαύθη X.Smp.4.23.
German (Pape)
[Seite 767] (s. καίω), noch dazu anbrennen, anzünden; προσκαύσασα τὴν χύτραν, Ar. Vesp. 828; προσκεκαυμένα σκεύη, 939; übertr., παιδὶ ἰσχυρῶς προσεκαύθη, in Liebe zu einem Knaben entbrennen, Xen. Conv. 4, 23; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσκαίω: Ἀττικ. -άω· μέλλ. -καύσω, καίω προσέτι, [τὰ ἑψόμενα] Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 2, 6· τὴν δᾷδα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 3, 4· ὄψον προσκέκαυε Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 3. ― Παθ., σκεύη προσκεκαυμένα, κεκαυμένα εἰς τὸ πῦρ, «ψημένα». Ἀριστοφ. Σφ. 939, πρβλ. 828· μεταφορ., προσκαίεσθαί τινι, διακαίεσθαι ὑπὸ ἔρωτος πρός τινα, Ξεν. Συμπ. 4. 23.
French (Bailly abrégé)
f. προσκαύσω, ao. προσέκηα, pf. προσκέκαυκα ; pf. Pass. προσκέκαυμαι, etc.
faire cuire, faire chauffer.
Étymologie: πρός, καίω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. προσκάω Α καίω
1. αναφλέγω, καίω επί πλέον («ἐν τοῑς ἑψομένοις προσκάει τὸ πλεῑον πῡρ», Αριστοτ.)
2. φρ. «προσκαίομαί τινι»
μτφ. διακαίομαι από έρωτα για κάποιον («ἐκείνῳ τότε ἰσχυρῶς προσεκαύθη», Ξεν.).
Greek Monotonic
προσκαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω· ρίχνω στη φωτιά ή καίω επιπλέον — Παθ., σκεύηπροσκεκαυμένα, που κάηκαν στη φωτιά, «ψημένα», σε Αριστοφ.· μεταφ. προσκαίεσθαί τινι, καίγομαι από έρωτα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσκαίω: атт. προσκάω
1) обжигать (τὴν χύτραν Arph.);
2) пережаривать, давать пригореть (τὰ ἑψόμενα Arst.; τοὖψον Plut.);
3) воспламенять, жечь: προσκοίεσθαί τινι Xen. гореть любовью к кому-л.