πυρσώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυρσώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ. | |lsmtext='''πυρσώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πυρσώδης:''' похожий на факел, ярко пылающий ([[φλόξ]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:16, 1 January 2019
English (LSJ)
ες,
A like a firebrand, bright-burning, φλόξ E.Ba.146 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 825] ες, einem Feuerbrande ähnlich, φλόξ, Eur. Bacch. 146.
Greek (Liddell-Scott)
πυρσώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς πυρσόν, ὁ λαμπρῶς καίων, λαμπρός, φλὸξ Εὐρ. Βάκχ. 146.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
enflammé, ardent.
Étymologie: πυρσός, -ωδης.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α πυρσός (Ι)]
1. ο όμοιος με πυρσό
2. αυτός που καίγεται εκπέμποντας λάμψη, λαμπρός («ἔχων πυρσώδη φλόγα πεύκας», Ευρ.).
Greek Monotonic
πυρσώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πυρσό, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
πυρσώδης: похожий на факел, ярко пылающий (φλόξ Eur.).