πυρίχρως: Difference between revisions
Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πῠρίχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, δηλ. πύρινο [[χρώμα]], σε Αλκιδάμ. [[παρά]] Αριστ. | |lsmtext='''πῠρίχρως:''' -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, δηλ. πύρινο [[χρώμα]], σε Αλκιδάμ. [[παρά]] Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῠρίχρως:''' ωτος adj. огненно-красный: π. τὴν ὄψιν [[Alcidamas]] ap. Arst. багроволикий. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ωτος, ὁ, ἡ,
A fire-coloured, ὄψις Alcid. ap. Arist.Rh. 1406a2.
German (Pape)
[Seite 823] ὁ, ἡ, feuerfarbig, Arist. rhet. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρῶμα πύρινον, Ἀλκιδάμ. ἐν Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ωτος ; acc. ων (ὁ, ἡ)
qui a la couleur du feu.
Étymologie: πῦρ, χρώς.
Greek Monolingual
-ωτος, ὁ, ἡ, ΜΑ, και πυρόχρως, πύρωχρων, Μ
αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, πυρώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. μολυβδό-χρως].
Greek Monotonic
πῠρίχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, δηλ. πύρινο χρώμα, σε Αλκιδάμ. παρά Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
πῠρίχρως: ωτος adj. огненно-красный: π. τὴν ὄψιν Alcidamas ap. Arst. багроволикий.