σκυτοτομία: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(nl)
(4)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.
|elnltext=σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῡτοτομία:''' ἡ сапожное ремесло Plat.
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτομία Medium diacritics: σκυτοτομία Low diacritics: σκυτοτομία Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: skytotomía Transliteration B: skytotomia Transliteration C: skytotomia Beta Code: skutotomi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A shoemaking, Id.R.397e.

German (Pape)

[Seite 909] ἡ, das Schusterhandwerk, Plat. Rep. III, 397 e.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτομία: ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ὑποδηματοποιοῦ, Πλάτ. Πολ. 397Α, πρβλ. Χαρμ. 173D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
profession de cordonnier.
Étymologie: σκυτοτόμος.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκυτοτόμος
η τέχνη του σκυτοτόμου, υποδηματοποιία («τον τε σκυτοτόμον εὑρήσομεν καὶ οὐ κυβερνήτην πρὸς τῇ σκυτοτομίᾳ», Πλάτ.).

Greek Monotonic

σκῡτοτομία: ἡ, κατασκευή υποδημάτων, δερματίνων ειδών, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτομία -ας, ἡ [σκυτοτόμος] schoenmakerij.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτομία: ἡ сапожное ремесло Plat.