στολιδωτός: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''στολῐδωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[στολιδόομαι]]· στολῐδωτὸς [[χιτών]], [[μακρύς]] [[χιτώνας]] που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν. | |lsmtext='''στολῐδωτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[στολιδόομαι]]· στολῐδωτὸς [[χιτών]], [[μακρύς]] [[χιτώνας]] που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στολῐδωτός:''' ниспадающий складками ([[χιτών]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:52, 1 January 2019
English (LSJ)
ή, όν, (
A στολίς 11) σ. χιτών a long tunic hanging in many folds, X.Cyr.6.4.2, cf. Poll.7.54.
German (Pape)
[Seite 946] adj. verb. von στολιδόω, angezogen; – χιτών, ein faltenreicher Rock, τὰ κάτω, Xen. Cyr. 6, 4, 2, vgl. Poll. 7, 54, mit Falbelas.
Greek (Liddell-Scott)
στολῐδωτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ στολιδόομαι (στολίς ΙΙ), στ. χιτών, μακρὺς χιτών, σχηματίζων πολλὰς πτυχάς, ὡς βλέπομεν ἐν πολλοῖς τῶν ἀρχαίων ἀγαλμάτων, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 2· πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 54.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
plissé.
Étymologie: στολιδόω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α στολιδοῡμαι
αυτός που σχηματίζει πτυχές («χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτὸν τὰ κάτω», Ξεν.).
Greek Monotonic
στολῐδωτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του στολιδόομαι· στολῐδωτὸς χιτών, μακρύς χιτώνας που κρέμεται σχηματίζοντας πολλές πτυχώσεις, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
στολῐδωτός: ниспадающий складками (χιτών Xen.).