συγκακουχέομαι: Difference between revisions
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκᾰκουχέομαι:''' Παθ., [[υπομένω]] τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, [[συμπάσχω]], <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''συγκᾰκουχέομαι:''' Παθ., [[υπομένω]] τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, [[συμπάσχω]], <i>τινι</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκακουχέομαι:''' NT = [[συγκακοπαθέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:00, 1 January 2019
English (LSJ)
Pass.,
A endure adversity with, τῷ λαῷ Ep.Hebr.11.25.
German (Pape)
[Seite 964] pass., Ungemach mit leiden, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκᾰκουχέομαι: Παθ., πάσχω κακὰ μετά τινος, τινι Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 25, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
être maltraité avec ou de même que, τινι.
Étymologie: σύν, κακουχέω.
Greek Monotonic
συγκᾰκουχέομαι: Παθ., υπομένω τις αντιξοότητες μαζί με κάποιον, συμπάσχω, τινι, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συγκακουχέομαι: NT = συγκακοπαθέω.